- διαφυτεύεται
- διαφυτεύωtransplantpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφυτεύω — (Α) 1. φυτεύω, φυτεύω σ όλη την έκταση 2. παθ. μεταφυτεύω («ὅταν ἀδρὸν ἦ [τὸ σπέρμα] διαφυτεύεται πάλιν τοῡ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακόν», Θεόφραστος) … Dictionary of Greek